Στο πλευρό του ΔΣΕ βρίσκονταν από κάθε μετερίζι, όπως αυτό των εξοριών, των φυλακών, των διώξεων ή άλλο, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, μια πλειάδα συγγραφέων και ποιητών, όπως οι Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Αγγελος Σικελιανός, Τάσος Λειβαδίτης, Θέμος Κορνάρος, Κώστας Γιαννόπουλος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Μανώλης Αναγνωστάκης, Βικτωρία Θεοδώρου, Διδώ Σωτηρίου, Ανδρέας Φραγκιάς, Μιχάλης Κατσαρός, Στρατής Δούκας, Γιώργος Κοτζιούλας, Μενέλαος Λουντέμης, Νίκος Καρούζος, Νίκος Καββαδίας, Γιώργος Βαλέτας, Κώστας Καλατζής (Θεσσαλός), Αλκη Ζέη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο χαράκτης Α. Τάσσος, οι εικαστικοί Γιώργης Φαρσακίδης, Γιάννης Στεφανίδης, Βάλιας Σεμερτζίδης, Βασίλης Αρμάος, Δημήτρης Γιολδάσης, Θωμάς Μώλος, Χρήστος Δαγκλής, Βασίλης Βλασίδης, Βάσω Κατράκη, Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη, ο μουσικοκριτικός Φοίβος Ανωγειανάκης, ο μουσικοσυνθέτης Αλέκος Ξένος, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, ο καθηγητής πανεπιστημίου Γιάννης Ιμβριώτης, η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη, ο κριτικός τέχνης Μάρκος Αυγέρης, οι ιστορικοί Γιάννης Κορδάτος και Δημήτρης Φωτιάδης, οι ηθοποιοί Μάνος Κατράκης, Αλέκα Παΐζη, Τζαβαλάς Καρούσος, Τίτος Βανδής, Ασπασία Παπαθανασίου, Ολυμπία Παπαδούκα, Μαλαίνα Ανουσάκη, Αργυρώ Βόκοβιτς, Καίτη Ντιριντάουα, Ταϋγέτη, Νίκος Φέρμας, Γιώργος Γιολάσης, Κώστας Μπαλαδήμας, η ηθοποιός και λογοτέχνης Ζωρζ Σαρή, ο στιχουργός Κώστας Βίρβος, ο μουσικοσυνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης και πολλοί άλλοι.
Επίσης, χιλιάδες αγωνιστές, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των καιρών, γράφοντας ποιήματα ή εκφράζοντας το λαϊκό αγώνα μέσα από τη ζωγραφική και τα σκίτσα.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ενέπνευσε και ξένους ποιητές παγκόσμιας εμβέλειας, όπως τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Πάμπλο Νερούντα, τον Πωλ Ελυάρ και άλλους.
Και σήμερα ο αγώνας του ΔΣΕ πολλούς εμπνέει, αλλά και ενοχλεί τον ταξικό αντίπαλο και όσους συμβιβάζονται μαζί του. Η αστική τάξη και αυτοί που εμπλέκονται στους μηχανισμούς της έχουν εξαπολύσει τόνους λάσπης εναντίον του ΔΣΕ.
Η αστική τάξη και οι συνοδοιπόροι της συκοφαντούν και διαστρεβλώνουν τον αγώνα του ΔΣΕ, επειδή ξέρουν καλά ότι αντιπροσώπευε την ανώτερη μορφή πάλης, σε περίοδο που αντικειμενικά διεξαγόταν ταξική σύγκρουση για το «ποιος – ποιον», για την εξουσία. Τον πολεμούν, γιατί έχουν κάθε συμφέρον να αποκρύπτουν από το λαό την πηγή κάθε αδικίας, δηλαδή την αντίθεση κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας. Εχουν συμφέρον να παρεμποδίζουν τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις από το να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού.
Τα περί «ξενοκίνητων ΕΑΜοβούλγαρων» και «κομμουνιστοσυμμοριτών», των περασμένων δεκαετιών, αναπαράγονται και πάλι από τη φασιστική Χρυσή Αυγή, συστατικό τμήμα του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος. Αναπαράγονται από όλους εκείνους που έχουν ίνδαλμα τους ταγματασφαλίτες και τα χιτλερικά τάγματα εφόδου, θεωρία τους τη ρατσιστική «φυλετική καθαρότητα» και πρακτική τους τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον του λαού και των αγωνιστών του.
Από κοντά και όσοι αναποδογυρίζουν την Ιστορία μέσα από την «αναθεώρησή» της και την προβολή της ανιστόρητης, αντιεπιστημονικής και αντικομμουνιστικής θεωρίας των «δύο άκρων», για να καταλήξουν στην ταύτιση του φασισμού με τον κομμουνισμό, του Χίτλερ με τον Στάλιν, ο οποίος ηγήθηκε ενός τιτάνιου αγώνα για τη συντριβή του ναζιστικού τέρατος. Σε αυτόν τον αγώνα, η Σοβιετική Ενωση προσέφερε 20.000.000 νεκρούς και περίπου 10.000.000 ανάπηρους και τραυματίες.
Η λαθολογία, το δήθεν μάταιο του αγώνα, το ιδεολόγημα ότι η επιλογή της ένοπλης πάλης ήταν τυχοδιωκτισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ και προσωπικά του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, καθώς και ο εκλεπτυσμένος αντικομμουνισμός αποτελούν συστατικά στοιχεία της αστικής προπαγάνδας, τα οποία αναπαράγονται και από τον οπορτουνισμό, στις διάφορες παραλλαγές του, και ως προς τις αιτίες της ήττας του ΔΣΕ, αλλά και ως προς τη δράση του ΚΚΕ.
Και ο οπορτουνισμός συγκαλύπτει τη βία του αστικού κράτους, που εκφράζεται με τη νομοθεσία, τους θεσμούς, τα όργανα εξουσίας. Συγκαλύπτει και την πολύμορφη βία που ασκούν οι καπιταλιστές κατά των εργατών και των εργατριών, των εργαζομένων μισθωτών στους τόπους δουλειάς.
Τέτοιες τοποθετήσεις δείχνουν πως οι υποστηρικτές τους τάσσονται στην πραγματικότητα υπέρ της αντιδραστικής και ανορθολογικής θεωρίας του «τέλους της Ιστορίας», σε πείσμα αυτού που επιβεβαιώθηκε χιλιάδες φορές ότι η ιστορική εξέλιξη διέπεται από τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης.
Κάθε εργάτης και εργάτρια, κάθε νέα και νέος, που αρχίζει τη ζωή μέσα στη ζούγκλα όπου κυριαρχεί το δίκιο του εκμεταλλευτή, μπορεί και έχει κάθε συμφέρον να αντιληφθεί, με τη συμβολή του ΚΚΕ, την αιτία και το στόχο της ιδεολογικής επίθεσης των άμεσων ή έμμεσων απολογητών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Επιδιώκουν να χτυπήσουν την ταξική πάλη σήμερα, προκειμένου να περάσει δίχως κινδύνους για την καπιταλιστική εξουσία η στρατηγική του κεφαλαίου, η διαιώνιση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ανεξάρτητα από τις παραλλαγές, με τις οποίες εκφράζονται η αντίθεση στον αγώνα του ΔΣΕ, η συκοφάντηση και η παραποίησή του, η στρατηγική είναι ενιαία: Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να μείνουν ανήμπορα μπροστά στις συνέπειες των αντιφάσεων, της σαπίλας και της βαρβαρότητας του καπιταλισμού, ή να αρκεστούν στην αδιέξοδη πάλη της δήθεν «διόρθωσής» του.
Καμιά συκοφαντική, αντικομμουνιστική και οπορτουνιστική επίθεση δεν μπορεί να σκιάσει τον αγώνα του ΚΚΕ, τον αγώνα του ΔΣΕ, τη λεβεντιά και το ήθος του. Είναι χρέος μας να διαδοθεί περισσότερο η ιστορική αλήθεια. Οι νεότερες γενιές να γνωρίσουν τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ο ΔΣΕ διεξήγε έναν αγώνα αναγκαίο.
Η αστική πλευρά είχε κατά πολύ χάσει τη δυνατότητα χειραγώγησης της λαϊκής πλειονότητας. Εφερε το βαθύ στίγμα, είτε της συνεργασίας με τους κατακτητές, είτε της φυγής, είτε της αποχής από τον απελευθερωτικό αγώνα. Αντίθετα, το ΚΚΕ, ως καρδιά του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, της λαϊκής ένοπλης πάλης στα χρόνια της Κατοχής, είχε κερδίσει το μεγαλύτερο τμήμα του λαού. Αντικειμενικά, είχε αλλάξει ο συσχετισμός ανάμεσα στις δύο βασικές αντίπαλες τάξεις, την αστική τάξη και την εργατική μαζί με τα λαϊκά στρώματα.
Ο εγκλωβισμός του ΚΚΕ και των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στο Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (1943), στις Συμφωνίες του Λιβάνου (1944) και της Καζέρτας (1944), η ήττα του Δεκέμβρη 1944, καθώς και η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, δεν είχαν επιφέρει την επιδιωκόμενη από τις αστικές δυνάμεις αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε δικό τους όφελος, παρά και την ορισμένη ανασυγκρότηση του αστικού κράτους που πέτυχαν μετά το Δεκέμβρη, κυρίως χάρη στη στήριξη της Μ. Βρετανίας.
Αντικειμενικά, μετά την απελευθέρωση οξύνθηκε η σκληρή ταξική ένοπλη αναμέτρηση που είτε θα οδηγούσε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με απομόνωση και των ξένων στηριγμάτων της, είτε στην ήττα των λαϊκών δυνάμεων, στην απομόνωση του ΚΚΕ και στην επανασταθεροποίηση της αστικής εξουσίας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι τελείως αβάσιμος ο ισχυρισμός, που μέχρι και σήμερα προβάλλεται, ότι αν είχε τηρήσει και η αστική πλευρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, θα μπορούσε να υπάρξει στην Ελλάδα μια κατά βάση ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Το ίδιο αβάσιμος και εκ του πονηρού, με στόχο αποκλειστικά το ΚΚΕ, είναι και ο ισχυρισμός ότι το ΚΚΕ και ο λαός θα είχαν όφελος, εάν το ΕΑΜ έπαιρνε μέρος στις βουλευτικές εκλογές της 31ης Μάρτη 1946.
Οι διωγμοί χιλιάδων ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών, που αναγκάστηκαν να βγουν στα βουνά και άλλοι να πάρουν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς (Μπούλκες και αλλού), η αθώωση και οργανική ενσωμάτωση των ταγματασφαλιτών και όλων των υπόλοιπων δοσιλογικών οργανώσεων στους ένοπλους και διοικητικούς μηχανισμούς του κράτους, η παρουσία χιλιάδων του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα και μετά το 1945, όλα αυτά και άλλα μαζί αποτελούσαν όρους για την καπιταλιστική ανασύνταξη και ανασυγκρότηση, μετά από τις μεγάλες καταστροφές του πολέμου, τη «μαύρη» αγορά και τις άλλες συνέπειες.